- δαδιάζω
- -ιασα, δαδιασμένος, ποτίζομαι από ρητίνη ώστε να γίνω δαδί: Το πεύκο δάδιασε ολόκληρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαδιάζω — 1. (για δένδρα που έχουν ρετσίνι) εμποτίζομαι με ρετσίνι ώστε να γίνω δαδί 2. μεταβάλλομαι σε δαδί … Dictionary of Greek